8 Ιαν 2013

Κτηνοτροφία, το επόμενο επενδυτικό βήμα


Η επιστροφή στις ρίζες και την επανασύνδεσή με το φυσικό περιβάλλον και τη γη είναι το ζητούμενο από όλο και περισσότερους ανθρώπους. Το όνειρο των περισσοτέρων κατοίκων των αστικών κέντρων περιλαμβάνει ένα σπίτι στην επαρχία, το οποίο διαθέτει μεγάλο κήπο και όπου εκτός από τα άνθη και τα καλλωπιστικά, κάπου σε μια γωνιά του έχει και ένα λαχανόκηπο. Ωστόσο, το σημείο που ξεφεύγει από τους περισσότερους είναι η σπουδαιότητα της συμβολής της εκτροφής, έστω και μικρού αριθμού ζώων, στο ιδανικό αυτό αγρόκτημα των ονείρων τους.

Η κτηνοτροφία τρομάζει πολλούς από αυτούς που δεν έχουν προηγούμενη εμπειρία με ζώα. Η ευθύνη ενός ζωντανού οργανισμού, η δέσμευση που συνεπάγεται η εκτροφή του και αμφιβολία εάν θα μπορέσουμε να καλύψουμε ικανοποιητικά τις ανάγκες του λειτουργούν συνήθως αποτρεπτικά. Όμως, γενικά η διατήρηση ενός μικρού αριθμού αγροτικών ζώων, από οποιονδήποτε άνθρωπο με μεράκι είναι πρακτικά πολύ απλή, ανεξάρτητα από το είδος των ζώων.
Τα αγροτικά ζώα είναι απαραίτητα για την επαναχρησιμοποίηση των φυτικών υπολειμμάτων των καλλιεργειών, αλλά και του νοικοκυριού. Είναι ένα μέσο για την επίτευξη της αειφορίας του αγροκτήματος, δηλαδή της παραγωγής χωρίς την εξάντληση των χρησιμοποιούμενων πόρων και επομένως της εξασφάλισης της διατήρησης της παραγωγής. Στα πλαίσια της φιλοσοφίας της ορθής γεωργικής πρακτικής πετυχαίνει κανείς την μείωση των μεταφορών, αλλά και των εισροών στο αγρόκτημα, μειώνοντας έτσι σημαντικά και το οικολογικό αποτύπωμα του. Ειδικά στις βιολογικές ή οργανικές εκτροφές και καλλιέργειες, είναι συχνό το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί για την εξεύρεση βιολογικών ζωοτροφών ή κοπριάς. Όταν, όμως, ένα μέρος τουλάχιστον αυτών το παράγουν οι ίδιοι, το πρόβλημα αμβλύνεται σημαντικά ή και επιλύεται πλήρως. Ακόμη, όμως και όταν δεν υπάρχει ενασχόληση με την καλλιέργεια, είναι πολύ εύκολο για κάποιον να διατηρεί για παράδειγμα 10 κότες, οι οποίες θα καταναλώνουν τα υπολείμματα του νοικοκυριού, με ελάχιστες επιπλέον ανάγκες σε ζωοτροφές, εξασφαλίζοντας του υψηλής βιολογικής αξίας ζωική πρωτεΐνη, χωρίς κανένα κίνδυνο.

Αυτός είναι και ένας από του σημαντικότερους λόγους που πολλοί από εμάς στρέφονται στην ιδιοπαραγωγή τροφίμων. Τρελές αγελάδες, διοξίνες, ορυκτέλαια και κάθε είδους νοθείες, γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, αυξητική ή άλλες ορμόνες, τοξικά και καρκινογόνα χημικά ή συντηρητικά και φυτοφάρμακα είναι μόνο τα πιο γνωστά από τα διατροφικά σκάνδαλα των τελευταίων ετών. Εμπιστοσύνη στις πολυεθνικές των τροφίμων δεν υπάρχει, αλλά ούτε και στους μικρούς παραγωγούς, που μπορεί να ψεκάζουν και την επόμενη τα προϊόντα να είναι στους πάγκους των λαϊκών. Κάπως καλύτερα είναι τα πράγματα με τα βιολογικά, αλλά ακόμα και εκεί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της πλειοψηφίας των παραγωγών και τις προβλεπόμενες πιστοποιήσεις, οι έλεγχοι δεν είναι δυνατόν να είναι 100% αποτελεσματικοί.

Εξάλλου, και όσοι στρέφονται στη γεωργία με πιο επαγγελματικό τρόπο έχουν λόγους να δώσουν έμφαση στο τμήμα της ζωικής παραγωγής. Η χώρα μας είναι σημαντικά ελλειμματική σε πολλά ζωοκομικά προϊόντα, κυρίως σε χοιρινό και βόειο κρέας. Αντιθέτως, στα περισσότερα είδη φυτικής διατροφής το ισοζύγιο της χώρας είναι πολύ καλύτερο.

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει περιθώριο και στην ελληνική αγορά για νέους αγρότες, που ενδιαφέρονται να ξεκινήσουν μια κτηνοτροφική εκμετάλλευση, καθώς τα προϊόντα τους μπορούν να απορροφηθούν ευκολότερα. Επίσης, πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η ζωική παραγωγή συμμετέχει στο ακαθάριστο γεωργικό προϊόν της χώρας μόνο κατά 30%. Η εικόνα είναι ακριβώς η αντίστροφη στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά. Αυτό που πετυχαίνουν είναι να αυξάνουν σημαντικά τα κέρδη τους από την επιπλέον αξία που προστίθεται στα προϊόντα με κάθε επόμενη βαθμίδα παραγωγής. 

Διαφορετικό είναι να καλλιεργώ 100 στρέμματα και να πουλώ την μηδική που παράγω, διαφορετικό να ταΐζω με αυτή τα πρόβατά μου και να πουλώ γάλα και διαφορετικό να κάνω και το γάλα τυρί ή γιαούρτι. Αυτή είναι και η τάση που υπάρχει σήμερα. Καθετοποίηση, δηλαδή, της παραγωγής και σύνδεση εάν είναι δυνατόν του παραγωγού με τον τελικό καταναλωτή. Έτσι αυξάνεται σημαντικά το περιθώριο κέρδους του παραγωγού, χωρίς να επιβαρύνεται ο καταναλωτής και είναι πιο εύκολο να αναπτυχθεί κλίμα εμπιστοσύνης, αφού ένας παραγωγός είναι υπεύθυνος για όλα τα στάδια της παραγωγής.
Ταυτόχρονα, οι νέοι κτηνοτρόφοι μπορούν να εκμεταλλευτούν τα διάφορα κοινοτικά κονδύλια,(δείτε σχετικά στο τέλος του άρθρου)  που υπάρχουν ακόμη σε συγκεκριμένα προγράμματα. Ένα από αυτά είναι το πρόγραμμα διατήρησης σπανίων φυλών. Ο νέος παραγωγός επιλέγοντας την εκτροφή κάποιας φυλής του προγράμματος, επιλέγει ζώα εξελιγμένα επί αιώνες στον τόπο μας, άριστα προσαρμοσμένα στις συνθήκες που επικρατούν. Μπορεί να μην φτάνουν τις αποδόσεις των βελτιωμένων φυλών, αλλά οι ανάγκες τους είναι σημαντικά χαμηλότερες. Με αυτό τον τρόπο συμβάλει στη διατήρηση του γενετικού υλικού της φυλής, η οποία απειλείται, απολαμβάνοντας συγχρόνως τις οικονομικές ενισχύσεις.

Μια πολύ καλή επιλογή είναι και αυτή του προσανατολισμού στην παραγωγή κάποιου ποιοτικού προϊόντος. Σήμερα οι κανονισμοί με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, παρέχουν προστασία σε πολλές κατηγορίες ποιοτικών προϊόντων, όπως είναι τα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ), Εγγυημένα Παραδοσιακά Ιδιότυπα Προϊόντα (ΕΠΙΠ), Ειδικών Πτηνοτροφικών εκτροφών, Κρέας εκτατικής εκτροφής χοίρων, Βόειο κρέας ελεύθερης βοσκής και Βιολογικά ή Οικολογικά Προϊόντα. Μάλιστα εισάγονται και οι νέοι ορισμοί για τα «προϊόντα ορεινής παραγωγής»,  καθώς και  η ένδειξη για τα «προϊόντα νησιώτικης γεωργίας» και για τα «προϊόντα τοπικής γεωργίας και απευθείας πώλησης». Έτσι ο παραγωγός προστατεύεται μερικώς από τον ανταγωνισμό, αλλά έχει και τη δυνατότητα να οργανωθεί σε ομάδα παραγωγών και να τεκμηριώσει και νέα ποιοτικά προϊόντα, εκτός ανταγωνισμού.

Ένα ακόμη επιχείρημα για την επιστροφή στην πρωτογενή παραγωγή είναι η φύση της αγοράς τροφίμων. Γενικά η αγορά τροφίμων είναι σχετικά ανελαστική, δηλαδή είναι από τις ανάγκες των καταναλωτών που περικόπτονται τελευταίες, παρόλο που ακόμη και σε αυτή την περίπτωση έχει παρουσιαστεί κάμψη της κατανάλωσης. Από την άλλη, αν και πάντα θα υπάρχει αγορά για τα τρόφιμα, η παραγωγή τους επηρεάζεται σημαντικά από την κλιματική αλλαγή. Η περσινή ξηρασία σε ΗΠΑ, Βραζιλία, Ινδία και Ρωσία οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση των τιμών των σιτηρών και σχεδόν διπλασίασε την τιμή της σόγιας. Το φαινόμενο αυτό του διπλασιασμού ή υποδιπλασιασμού των τιμών μέσα σε διάστημα δύο ή και ενός μηνών έχει επαναληφθεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μην μπορούν να επιλέξουν με ασφάλεια τι θα καλλιεργήσουν την κάθε περίοδο, αλλά ούτε και το πότε θα διαθέσουν το προϊόν τους στην αγορά.

Αντιθέτως, τα ζωοκομικά προϊόντα εμφανίζουν πολύ μεγάλη σταθερότητα στις τιμές διάθεσης, παρόλο που οι αυξομειώσεις στις ζωοτροφές επηρεάζουν σημαντικά το κόστος παραγωγής, καθώς γενικά υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές. Εξάλλου, είναι συνιστώμενη η πρακτική να παράγουν οι ίδιοι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος από τις απαιτούμενες ζωοτροφές. Με αυτό τον τρόπο θωρακίζονται έναντι στις αρνητικές διεθνείς εξελίξεις, χωρίς να χάνουν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης τυχόν αυξήσεων των τιμών.

Συντάκτης: Δημήτριος Παπαδημητρίου Γεωπόνος , με εξειδίκευση στην Ζωική Παραγωγή (Msc), και στην Γενετική Βελτίωση (PhD) Εξωτερικός σύμβουλος των Αγροτικών Ευκαιριών

Νέο: Οι Αγροτικές Ευκαιρίες Πανελλαδικά μπορούν να υποστηρίξουν –με τις κατάλληλες- και επιλεγμένες συνεργασίες, ανάπτυξη ζωικού κεφαλαίου και Δράσης Βιολογικής, και σύγχρονης Κτηνοτροφίας, είτε για παραγωγή κρέατος ή για παραγωγή Γάλακτος, καθώς και την Κατάθεση ολοκληρωμένων μελετών στα προγράμματα επιδοτήσεων 2013 που «τρέχουν» και την έκδοση των απαραίτητων πιστοποιήσεων (ISO, HACCP, Βιο) κλπ.

Πληροφορίες καθημερινά στο τηλ. 210-8818416
ή στείλτε μας ένα e-mail agrotikes.eykairies.gr@gmail.com

Διαβάστε σχετικά άρθρα:








ο... συντάκτης των Αγροτικών ευκαιριών!