12 Νοε 2011

Υψηλό εισόδημα από την καλλιέργεια μανιταριών



Θεωρείται μια πολύ καλή επένδυση για μικρές αγροτουριστικές μονάδες καθώς και για φάρμες βιολογικών προϊόντων -μεγάλες οι προοπτικές ανάπτυξης στη χώρα μας

Μια ελκυστική επένδυση, με ιδιαίτερα υψηλό εισόδημα αποτελεί η καλλιέργεια μανιταριών στη χώρα μας. Στη χώρα μας καλλιεργούνται σε επιχειρηματική κλίμακα δύο είδη μανιταριών, το λευκό μανιτάρι (Agaricus) και το πλευρωτό μανιτάρι (Pleurotus).
Την τελευταία 5ετία, λόγω του υψηλού κόστους, η παραγωγή του λευκού μανιταριού (Agaricus) μειώνεται με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου των μανιταριών Pleurotus (από 12% το 2002, πενταπλασιάστηκε και ανήλθε το 2008 σε 80%).
Σήμερα η παραγωγή των μανιταριών Pleurotus ανέρχεται περίπου σε 2.400 τόνους ανά έτος, με το 50% να παράγεται από ορισμένες αυτοδύναμες μονάδες (παράγουν υπόστρωμα και μανιτάρια), ενώ περίπου 1.000 τόνοι παράγονται από 20 μονάδες δορυφόρους δυναμικότητας 20-150 τόνους έκαστη, που προμηθεύονται εμβολιασμένο υπόστρωμα και ασχολούνται μόνο με την παραγωγή και διάθεση των μανιταριών.
Η παραγωγή των ελληνικών μονάδων δεν επαρκεί για να ικανοποιήσει την εγχώρια ζήτηση, με συνέπεια την εισαγωγή 7.000-9.000 τόνων μανιταριών σε διάφορους τύπους επεξεργασίας και μορφές συσκευασίας.
Ο κύριος όγκος των εισαγωγών μανιταριών στην Ελλάδα προέρχεται από Πολωνία, Ολλανδία, Ισπανία και Ιταλία, ενώ από τις τρίτες χώρες ξεχωρίζουν η Κίνα, η Ταϊβάν και Τουρκία.
Για τα επόμενα χρόνια, η απόσταση ανάμεσα στις ποσότητες που παράγονται και καταναλώνονται προβλέπεται να εξακολουθεί να είναι σημαντική, στοιχείο το οποίο υπογραμμίζει τις μεγάλες δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για τη δημιουργία νέων μονάδων παραγωγής μανιταριών. Με την παραγωγή ένα στρέμμα σε κάθε κύκλο καλλιέργειας πλευρώτους να φτάνει τους 10 τόνους μανιτάρια, ο τζίρος ανάλογα με την ποιότητα των μανιταριών κυμαίνεται από 25.000 έως 40.000 ευρώ.
Θεωρείται μια πολύ καλή επένδυση για μικρές αγροτουριστικές μονάδες, για φάρμες βιολογικών προϊόντων, όπου το προϊόν θα μπορέσει να διοχετεύσει τοπικά. Η τιμή του παραγωγού εκεί ξεπερνάει τις τιμές λιανικής που φτάνει τα 5 ευρώ ανά κιλό, γιατί είναι φρέσκο και υψηλότερης ποιότητας.
Πάντως από το 1966, που ξεκίνησε η ελληνική μανιταροκαλλιέργεια, μέχρι σήμερα έχει περάσει από πολλές φάσεις, με τη δημιουργία φιλόδοξων επενδύσεων, μονάδων σύγχρονων για τα δεδομένα της εποχής τους, μονάδων μεγάλων βιομηχανοποιημένων ή απλώς μικρότερων οικογενειακών. Κάποιες απλώς λειτούργησαν για μερικά χρόνια και μετά έκλεισαν, ενώ κάποιες άλλες κράτησαν για περισσότερα χρόνια. Μετά το 1990 άρχισαν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μονάδων με καλύτερο σχεδιασμό, αφού τα τεχνολογικά δεδομένα, η γνώση και η εμπειρία στον συγκεκριμένο τομέα έγινε πιο συγκεκριμένη και ξεκάθαρη.
Παραγωγή
Σήμερα αυτή η καλλιέργεια αποτελεί την πιο εντατική μορφή γεωργικής εκμετάλλευσης με ετήσια παραγωγή γύρω στους 1.500 τόνους, που έχει καταφέρει να μειώσει σε σημαντικό βαθμό τις εισαγωγές. Πολλές φορές μάλιστα η παραγωγή αδυνατεί να καλύψει τη ζήτηση, δημιουργώντας την ανάγκη νέων μονάδων και νέων τεχνικών καλλιέργειας, προκειμένου το προϊόν να είναι ανταγωνιστικό και να ανταποκρίνεται στα σύγχρονα πρότυπα ποιότητας.
Ωστόσο, αυτή η αλματώδης ανάπτυξη της καλλιέργειας από ανθρώπους με ενθουσιασμό και μεράκι, σε μια χώρα που παραδοσιακά δεν διαθέτει την αντίστοιχη κουλτούρα και τεχνογνωσία άλλων χωρών (Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Κίνα, Αμερική) στον τομέα αυτό, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους εκτεταμένων σφαλμάτων στα διάφορα στάδια παραγωγής, καθώς και λανθασμένου υπολογισμού του αρχικού μεγέθους και οργανωτικής δομής της μονάδας.
Ολοι οι νέοι καλλιεργητές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το αντικείμενο της καλλιέργειας απαιτεί στοιχειώδεις γνώσεις μυκητολογίας και βιολογίας του μανιταριού. Η καλλιέργεια των μανιταριών είναι ιδιαίτερα απαιτητική εργασία που εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες (θερμοκρασία, υγρασία, διοξείδιο του άνθρακα, φωτισμός, ταχύτητα αέρα, ποσότητα φρέσκου αέρα, υγιεινή - ασθένειες, σύστημα κλιματισμού, ποιότητα νερού, είδος ύγρανσης, συνθήκες μεταφοράς υποστρώματος, υβρίδιο, υπόστρωμα, συγχρονισμός απαραίτητων περιβαλλοντικών ρυθμίσεων με τις βιολογικές απαιτήσεις του μύκητα, κλιματολογικές συνθήκες περιοχής, τεχνικές συλλογής κ.τ.λ.).
Ποια είδη μανιταριών υπάρχουν
Τα μανιτάρια έχουν πολλά διαφορετικά σχήματα χρώματα και μεγέθη, που προκαλούσαν δέος στον άνθρωπο από αρχαιοτάτων χρόνων. Υπάρχουν μανιτάρια που μόλις τα βλέπουμε με γυμνό μάτι και άλλα που μπορεί να φτάσουν έως τα 100 κιλά. Τα περισσότερα μανιτάρια έχουν μικρή διάρκεια ζωής, από μερικές ώρες έως κάποιες ημέρες. Υπάρχουν είδη μανιταριών, όπως οι πολύποροι (ίσκες), που ζουν πολλά χρόνια πάνω σε κορμούς δέντρων.
Πολλά είδη μανιταριών είναι συμβιωτικοί μύκητες, συμβιώνουν δηλαδή με κάποια είδη φυτών και δέντρων, μπορούν να τρέφονται από τα ζωντανά φυτά χωρίς να τα βλάπτουν, αντίθετα σε αντάλλαγμα αυξάνουν την ικανότητα των ριζών των δέντρων να απορροφούν νερό και θρεπτικά συστατικά από το έδαφος. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν πολλά γκουρμέ και υψηλής γαστρονομίας μανιτάρια, όπως οι λευκές και οι μαύρες τρούφες, τα βασιλομανίταρα, οι κανθαρέλλες και πολλά άλλα. Αυτά τα μανιτάρια είναι σχεδόν αδύνατο ή πολύ δύσκολο να καλλιεργηθούν.
Μία άλλη κατηγορία μυκήτων δεν είναι τόσο ευγενικοί με τα φυτά και για να τραφούν από αυτά τα σκοτώνουν ή τα αρρωσταίνουν, γι' αυτό τους ονομάζουμε παρασιτικούς. Αλλά ακόμα, όμως, και οι παρασιτικοί μύκητες είναι χρήσιμοι στο οικοσύστημα, γιατί σκοτώνοντας αδύναμα και γερασμένα δέντρα δίνουν χώρο για να αναπτυχθούν νέα, πιο δυνατά και πιο ανθεκτικά.
Τέλος, υπάρχουν οι σαπροφυτικοί μύκητες, όπου είναι οι πρωταρχικοί ανακυκλωτές του πλανήτη. Επιτελούν τον ύψιστο ρόλο της ανακύκλωσης νεκρής οργανικής ουσίας.
Πρόσφορο το έδαφος για νέες μονάδες
Η εγχώρια παραγωγή υπολείπεται σημαντικά της κατανάλωσης στην Ελλάδα
Μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης εμφανίζει η καλλιέργεια μανιταριών, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι η εγχώρια παραγωγή υπολείπεται σημαντικά της κατανάλωσης στην Ελλάδα.
Παρότι οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την καλλιέργεια μανιταριών στην Ελλάδα, εισάγουμε κάθε χρόνο χιλιάδες τόνους μανιταριών από χώρες όπως η Πολωνία και η Ολλανδία για να καλυφθεί η εγχώρια ζήτηση. Ενώ η κατανάλωση μανιταριών στην Ελλάδα κινείται κάθε χρόνο στα επίπεδα των 11.000 τόνων, η εγχώρια παραγωγή σε ετήσια ανέρχεται σε μόλις 3.000 τόνους.
Συνεπώς, με την παραγωγή να αδυνατεί να καλύψει τη ζήτηση, είναι δεδομένη η ανάγκη νέων μονάδων.
Ειδικότερα, η ετήσια παραγωγή μανιταριών στη χώρα μας μετά μια φάση ταχείας ανόδου έφτασε το 1985 το επίπεδο των 1.200-1.300 τόνων ετησίως και παρέμεινε μέχρι το 1996 σχεδόν σταθερή. Ομως, τη δεκαετία 1997-2006 παρουσίασε σημαντική αύξηση, καθώς άρχισαν να λειτουργούν νέες σύγχρονες μονάδες παραγωγής Agaricus και αναπτύχθηκε η παραγωγή των μανιταριών Pleurotus σε μονάδες δορυφόρους. Ετσι το 2002 η παραγωγή μανιταριών τριπλασιάστηκε και έφτασε στο επίπεδο των 3.100 τόνων, από τους οποίους το 85% αφορούσε το μανιτάρι Agaricus bisporus και το 15% είδη του γένους Pleurotus.
Ωστόσο την τελευταία 5ετία, λόγω του υψηλού κόστους, η παραγωγή του λευκού μανιταριού (Agaricus) μειώνεται με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου των μανιταριών Pleurotus. Σήμερα η συνολική παραγωγή των μανιταριών ανέρχεται περίπου σε 3.000 τόνους ανά έτος. Η παραγωγή των ελληνικών μονάδων δεν επαρκεί για να ικανοποιήσει την εγχώρια ζήτηση, με συνέπεια την εισαγωγή 7.000-9.000 τόνων μανιταριών σε διάφορους τύπους επεξεργασίας και μορφές συσκευασίας.
Κατά καιρούς, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, η χώρα μας παρουσιάζει και εξαγωγές μανιταριών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά διάφορα μανιτάρια, πλην του λευκού μανιταριού, μεταξύ των οποίων και αυτοφυή μανιτάρια που συλλέγονται στην ελληνική ύπαιθρο (Boletus, Cantharellus, Lactarius κ.λπ.) και εξάγονται σε αποξηραμένη μορφή. Ακόμα σημαντικό μέρος του εξαγόμενου προϊόντος προέρχεται από εισαγόμενα μανιτάρια (κυρίως διατηρημένα σε άλμη), που μεταποιούνται στη χώρα μας και επανεξάγονται.
Η ζήτηση των μανιταριών προβλέπεται να παραμείνει στο επίπεδο των 10.000-12.000 τόνων τα επόμενα έτη. Κύριοι παράγοντες που αναμένεται να επηρεάσουν ευνοϊκά την εγχώρια κατανάλωση είναι:
  • Το γεγονός ότι η μέχρι τώρα παρατηρούμενη αύξηση της κατανάλωσης επιτεύχθηκε σε μια αγορά που γνωρίζει ακόμη ελάχιστα το προϊόν και τις ιδιότητές του.
  • Η δυνατότητα δημιουργίας περιφερειακών αγορών στο προϊόν, οι καταναλωτές των οποίων μέχρι σήμερα χρησιμοποιούσαν μόνο το κονσερβοποιημένο μανιτάρι, που υστερεί σημαντικά ως προς το νωπό σε ποιότητα και ιδιαίτερα σε γεύση.
  • Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταβληθεί συστηματική προσπάθεια προώθησης του προϊόντος στις τουριστικές περιοχές, όπου η κατανάλωσή του σε υψηλές ποσότητες είναι δεδομένη.
  • Η βελτίωση της ποιότητας με την είσοδο στην παραγωγή νέων μονάδων που διαθέτουν σύγχρονη τεχνολογία παραγωγής και μεταποίησης του προϊόντος.
Συνεπώς, για τα επόμενα χρόνια η απόσταση ανάμεσα στις ποσότητες που παράγονται και καταναλώνονται προβλέπεται να εξακολουθεί να είναι σημαντική, στοιχείο το οποίο υπογραμμίζει τις μεγάλες δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για τη δημιουργία νέων μονάδων παραγωγής μανιταριών.
5 τα είδη που καλλιεργούνται συστηματικά
Από τα 2.500 είδη των φαγώσιμων μανιταριών της φύσης καλλιεργούνται μόνο 30 και από αυτά μόνο 5 σε συστηματική εμπορική κλίμακα. Τα γνωστότερα καλλιεργούμενα μανιτάρια είναι το "λευκό μανιτάρι" (Agaricus bisporus), το "σιι-τακε" (Lentinula edodes) και το "Πλευρότους" (Pleurotus ostreatus), καθώς και άλλα λιγότερο γνωστά όπως τα Γανόδερμα (Ganoderma lucidum), Φολίοτα (Pholiota aegerita), Enoki (Flammulina sp), King oyster (Pleurtotus eryngii) κ.τ.λ. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή μανιταριών, τα είδη Pleurotus κατατάσσονται στην τρίτη θέση παγκοσμίως, με μέσο όρο παραγωγής που υπερβαίνει τους 1.500.000 τόνους ετησίως.
Κώστας Νάνος